- τριχοειδικός
- -ή, -ό, Ν [τριχοειδής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τριχοειδή αγγεία2. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τριχοειδείς σωλήνες3. «τριχοειδικά φαινόμενα»φυσ. φαινόμενα που συνδέονται με την ανύψωση ή την ταπείνωση τής στάθμης τού υγρού λόγω τής επαφής του με μια στερεά επιφάνεια, συνήθως με τα τοιχώματα ενός σωλήνα πολύ μικρής διαμέτρου, τού τριχοειδούς σωλήνα.
Dictionary of Greek. 2013.